- παρακλιδόν
- Αεπίρρ.1. κατά παρέκκλιση από το σωστό ή το αληθινό, απατηλά, παρά την αλήθεια, παρακεκλιμένως*2. πλάγια, πλαγιαστά, προς άλλο μέρος («ὄσσε παρακλιδὸν ἔτραπεν ἄλλῃ» — έστρεψε τους οφθαλμούς της προς άλλο μέρος, Ύμν. Αφρ.)3. με στήριξη πάνω σε κάτι («τοίχων ἔνθα καὶ ἔνθα παρακλιδόν», Ύμν. Αφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κλιδόν (< θ. κλι- τού κλίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. εγ-κλιδόν].
Dictionary of Greek. 2013.