παρακλιδόν

παρακλιδόν
Α
επίρρ.
1. κατά παρέκκλιση από το σωστό ή το αληθινό, απατηλά, παρά την αλήθεια, παρακεκλιμένως*
2. πλάγια, πλαγιαστά, προς άλλο μέρος («ὄσσε παρακλιδὸν ἔτραπεν ἄλλῃ» — έστρεψε τους οφθαλμούς της προς άλλο μέρος, Ύμν. Αφρ.)
3. με στήριξη πάνω σε κάτι («τοίχων ἔνθα καὶ ἔνθα παρακλιδόν», Ύμν. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -κλιδόν (< θ. κλι- τού κλίνω + επιρρμ. κατάλ. -δόν), πρβλ. εγ-κλιδόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακλιδόν — turning aside indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακεκλιμένως — Α επίρρ. 1. με παρέκκλιση από την αλήθεια, παρά την αλήθεια, απατηλά, παρακλιδόν* 2. πλάγια, προς το άλλο μέρος («παρακεκλιμένως ἔπιπτεν», Σχόλ. Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. παρακεκλιμένος τού παρακλίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • παρατετραμμένως — Μ παρακλιδόν,* κατά παρέκκλιση από την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. μτχ. παθ. παρακμ. παρατετραμμένος τοὺ παρατρέπω] …   Dictionary of Greek

  • παρεξειπείν — Α (δ. γρφ. τού παρέξ εἰπεῑν) 1. λέω κάτι με πλάγιο τρόπο επί πλέον 2. μιλώ εναντίον τής αλήθειας («οὐκ ἄν ἐγώ γε ἄλλα παρεξείποιμι παρακλιδὸν οὐδ ἀπατήσω», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”